- ηλέματος
- ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, -ον (Α)1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματαμάταιαεπίρρ...ἠλεμάτως (Α)1. με οκνηρία, ευτελώς2. μάταια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε- τού ηλεός* + -μα-τος (< μέ-μον-α «σκέπτομαι έντονα, σκοπεύω να», που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- τής ρίζας *men-, η συνεσταλμένη βαθμίδα τής οποίας *mn- εμφανίζεται σε ρηματικά επίθετα σε -τος όπως αυτό-μα-τος, ηλέ-μα-τος)].
Dictionary of Greek. 2013.